- ἱστόρησα
- ἱ̱στόρησα , ἱστορέωinquire intoaor ind act 1st sgἱστορέωinquire intoaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιστορώ — ιστόρησα, ιστορήθηκα, ιστορημένος 1. αφηγούμαι. 2. εικονογραφώ: Ιστορημένα χειρόγραφα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱστορήσας — ἱστορήσᾱς , ἱστορέω inquire into aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστορήσασα — ἱστορήσᾱσα , ἱστορέω inquire into aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστορήσασαν — ἱστορήσᾱσαν , ἱστορέω inquire into aor part act fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστορήσασι — ἱστορήσᾱσι , ἱστορέω inquire into aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστορήσασιν — ἱστορήσᾱσιν , ἱστορέω inquire into aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιστορώ — ιστορώ, ιστόρησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής